ὑπερίσχυρος

ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχῡρος, ον,
A exceedingly strong,

ἔρυμα X.Cyr.5.2.2

; of persons, Arist.Pol.1295b6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερίσχυρος — ον, Α [ἰσχυρός] (για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος …   Dictionary of Greek

  • ὑπερίσχυρον — ὑπερίσχῡρον , ὑπερίσχυρος exceedingly strong masc/fem acc sg ὑπερίσχῡρον , ὑπερίσχυρος exceedingly strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”